- γνωσιμάχος
- ο1) обскурант; 2) πλ. еретики
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνωσιμάχος — ο (AM γνωσιμάχος) αυτός που αγωνίζεται κατά τής επιστημονικής γνώσεως μσν. Γνωσιμάχοι, οἱ οι χριστιανοί που απέρριπταν κάθε γνώση και μάθηση γιατί πίστευαν πως αυτές απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + μάχος <… … Dictionary of Greek